- αμερεμέτιστος
- -η, -ο [μερεμετίζω]1. αυτός που δεν μερεμετίστηκε, δεν επιδιορθώθηκε πρόχειρα ή εν μέρειαυτός που δεν επιδέχεται μερεμέτισμα3. αυτός που δεν τού τράβηξαν ένα (γερό) μερεμέτι, δεν τόν έδειραν (και για γυναίκα που δεν «εκακοποίησαν»).
Dictionary of Greek. 2013.